συμπαραστάτης — ο αυτός που βοηθάει κάποιον, υποστηρικτής: Του στάθηκε πολύτιμος συμπαραστάτης στις δύσκολες στιγμές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπαραστάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπαραστάτρια και συμπαραστάτισσα Ν [συμπαρίσταμαι] βοηθός, υποστηρικτής αρχ. συνήγορος … Dictionary of Greek
συμπαραστάται — συμπαραστάτης one who stands by to aid masc nom/voc pl συμπαραστάτᾱͅ , συμπαραστάτης one who stands by to aid masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραστάτην — συμπαραστάτης one who stands by to aid masc acc sg (attic epic ionic) συμπαραστά̱την , συμπαρίστημι place by one s side together aor ind act 3rd dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραστάτας — συμπαραστάτᾱς , συμπαραστάτης one who stands by to aid masc acc pl συμπαραστάτᾱς , συμπαραστάτης one who stands by to aid masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλέγγυος — α, ο (Α ἀλληλέγγυος, ον) αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη νεοελλ. 1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης 2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη,… … Dictionary of Greek
βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… … Dictionary of Greek
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek
συμπαραστατρία — και συμπαραστάτισσα, η, Ν βλ. συμπαραστάτης … Dictionary of Greek
συμπαραστατώ — έω, Α [συμπαραστάτης] συμπαρίσταμαι … Dictionary of Greek